- φιλοτεκνία
- η1) любовь к детям; 2) желание иметь детей
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φιλοτεκνία — φιλοτεκνίᾱ , φιλοτεκνία love of one s children fem nom/voc/acc dual φιλοτεκνίᾱ , φιλοτεκνία love of one s children fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοτεκνίᾳ — φιλοτεκνίᾱͅ , φιλοτεκνία love of one s children fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοτεκνία — ἡ, ΝΜΑ [φιλότεκνος] η αγάπη για τα παιδιά νεοελλ. η επιθυμία απόκτησης παιδιού … Dictionary of Greek
φιλοτεκνία — η 1. η αγάπη κάποιου για τα παιδιά του. 2. η επιθυμία για απόκτηση παιδιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλοτεκνίας — φιλοτεκνίᾱς , φιλοτεκνία love of one s children fem acc pl φιλοτεκνίᾱς , φιλοτεκνία love of one s children fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοτεκνίαν — φιλοτεκνίᾱν , φιλοτεκνία love of one s children fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφιλοτεκνώ — διαφιλοτεκνῶ ( έω) (Α) επιμένω στη φιλοτεκνία, την τεκνοποίηση … Dictionary of Greek
φιλότεκνος — η, ο / φιλότεκνος, ον, ΝΜΑ αυτός που αγαπά τα παιδιά του νεοελλ. αυτός που επιθυμεί να αποκτήσει παιδιά αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλότεκνον η φιλοτεκνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + τεκνος (< τέκνον), πρβλ. μισό τεκνος] … Dictionary of Greek
ՈՐԴԵՍԻՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0529 Chronological Sequence: 5c գ. φιλοτεκνία filiorum dilectio, paternus amor. Սէր ծնողաց առ որդիս. *Ո՛վ մեծախորհրդութեանս, եւ կամ ճշմարտագոյն ասել՝ որդեսիրութեան. Ածաբ. պասք … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)